Η εορταστική ατμόσφαιρα, που υποβόσκει τη Μεγάλη Εβδομάδα της Χριστιανοσύνης, απόρροια της προσμονής της επικείμενης και προσδοκώμενης Ανάστασης του Θεανθρώπου, μού επέτρεψε να παραβρεθώ σε συναθροίσεις ατόμων ετερόκλιτου εισοδηματικού και μορφωτικού επιπέδου.
Η διανομή της λαμπάδας και του σοκολατένιου αβγού στα βαφτιστήρια, το ουζάκι με τα νηστίσιμα καλαμαράκια μετά την «κοπιώδη» περιφορά του επιταφίου τη Μ. Παρασκευή, το λιτό μεζεδάκι που ακολουθεί την πρώτη Ανάσταση του Κυρίου το πρωινό του Μ. Σαββάτου και φυσικά το ψήσιμο του πατροπαράδοτου οβελία αποτελούν μοναδικές ευκαιρίες για τη συλλογή πληροφοριών αναφορικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, ως λαός, το επίπεδο προόδου, τους μηχανισμούς λειτουργίας, τα προβλήματα και τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας.
Η διανομή της λαμπάδας και του σοκολατένιου αβγού στα βαφτιστήρια, το ουζάκι με τα νηστίσιμα καλαμαράκια μετά την «κοπιώδη» περιφορά του επιταφίου τη Μ. Παρασκευή, το λιτό μεζεδάκι που ακολουθεί την πρώτη Ανάσταση του Κυρίου το πρωινό του Μ. Σαββάτου και φυσικά το ψήσιμο του πατροπαράδοτου οβελία αποτελούν μοναδικές ευκαιρίες για τη συλλογή πληροφοριών αναφορικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε, ως λαός, το επίπεδο προόδου, τους μηχανισμούς λειτουργίας, τα προβλήματα και τις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας.
Σταχυολογώ κάποιες από τις «εμπεδωμένες» παθογένειες, χρησιμοποιώντας τα λόγια των συνδαιτυμόνων μου:
«Όλοι οι πολιτικοί αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών. Αδιαφορούν για το δημόσιο συμφέρον. Αποσκοπούν στον πλουτισμό τους, στην τακτοποίηση των ψηφοφόρων τους προκειμένου να επανεκλεγούν και έτσι να συνεχίσουν να πλουτίζουν εις βάρος του έλληνα φορολογούμενου».
«Δεν υπάρχουν δημόσια αγαθά. Η δημόσια εκπαίδευση νοσεί. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν τίποτα στο σχολείο. Δάσκαλοι και καθηγητές έχουν αποκτήσει δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η διαφύλαξη του προνομιακού τους ωραρίου και η διαιώνιση του κεκτημένου της μη αξιολόγησης. Για τους λόγους αυτούς στέλνω το «παιδί» στο φροντιστήριο και πληρώνω δάσκαλο για να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στην κόρη μου».
«Ποιο σύστημα υγείας; Πήγαινε στον Ευαγγελισμό να καταλάβεις τι σημαίνει Εθνικό Σύστημα Υγείας».
«Για ποια Δικαιοσύνη μου μιλάς; Προσφεύγεις στη Δικαιοσύνη για να βρεις το δίκιο σου και η υπόθεσή σου εκδικάζεται μετά από τρία χρόνια».
«Γιατί υπάρχει Αστυνομία ή μήπως Πυροσβεστική; Δες πόσο έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα, θυμήσου τις πυρκαγιές στην Ηλεία ή το καλοκαίρι του 2007 στην Αττική».
«Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι καταχραστές των χρημάτων του έλληνα φορολογούμενου. Έχουν βολευτεί στη θεσούλα τους και από πάνω εφευρίσκουν τρόπους για να παιδεύουν αυτούς που τελικά τους πληρώνουν, δηλ. εμάς τους φορολογούμενους».
Εντάξει κύριοι, συμφωνώ μαζί σας. Όμως τι πιστεύεται ότι φταίει για όλα αυτά; Ποια η αιτία όλων αυτών; Εν τέλει «Τίς πταίει;», όπως θα έλεγε και ο Τρικούπης.
Σταχυολογώ τις αποφάνσεις των συνομιλητών μου:
«Φταίνε οι πολιτικοί. Όσοι μας αντιπροσώπευσαν στη Βουλή από το 1960 και μετά δεν προσέφεραν τίποτα στον τόπο μας. Φαμφάρες, λόγια παχιά και ιδού τα αποτελέσματα: η Ελλάδα ένα βήμα μακριά από τη χρεοκοπία».
«Μοίρασαν τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης στους ημέτερους, μας έβαλαν στο Ευρώ, έκαναν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και αφού τα «άρπαξαν» απ’ όπου μπορούσαν τώρα μας λένε ότι επειδή χρεοκοπούμε πρέπει να μας μειώσουν τους μισθούς και τις συντάξεις, να μας αυξήσουν τη φορολογία και να μάθουμε να επιβιώνουμε με λιγότερα εισοδήματα».
«Πράγματι, οι σύγχρονοι έλληνες πολιτικοί κληρονόμησαν μια χώρα κοιτίδα του παγκόσμιου πολιτισμού και την κατάντησαν τελευταία σε όλους τους δείκτες ανάπτυξης…»
Όπως θα έλεγε και ο Marx, ένα φάντασμα πλανάται πάνω από τον ελληνικό ουρανό, το φάντασμα της απληροφόρητης γνώμης και των πεφωτισμένων αποφάνσεων που εκφέρονται από στόμα σε στόμα πομπωδώς, χωρίς όμως να διερευνάται η αιτιώδης συνάφειά τους με τις γενεσιουργές αιτίες των αληθινών προβλημάτων. Μυωπική και ανιστόρητη ερμηνεία, άγνοια της αντικειμενικής πραγματικότητας, απλοϊκές αναλύσεις που εν τέλει αποσκοπούν στη συσκότιση και την επιφανειακή και εύληπτη εξήγηση καθημερινών δυσχερειών που όλοι αντιμετωπίζουμε, αλλά που οι αιτίες τους δεν εδράζονται αποκλειστικά και μόνο στους κακόβουλους πολιτικούς που μας κυβέρνησαν και μας κυβερνούν. Υποστηρίζω, μετά λόγου γνώσεως και ελπίζω και με ένα ισχυρό επιχείρημα, ότι όλοι έχουμε ευθύνη.
«Όλοι οι πολιτικοί αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών. Αδιαφορούν για το δημόσιο συμφέρον. Αποσκοπούν στον πλουτισμό τους, στην τακτοποίηση των ψηφοφόρων τους προκειμένου να επανεκλεγούν και έτσι να συνεχίσουν να πλουτίζουν εις βάρος του έλληνα φορολογούμενου».
«Δεν υπάρχουν δημόσια αγαθά. Η δημόσια εκπαίδευση νοσεί. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν τίποτα στο σχολείο. Δάσκαλοι και καθηγητές έχουν αποκτήσει δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η διαφύλαξη του προνομιακού τους ωραρίου και η διαιώνιση του κεκτημένου της μη αξιολόγησης. Για τους λόγους αυτούς στέλνω το «παιδί» στο φροντιστήριο και πληρώνω δάσκαλο για να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στην κόρη μου».
«Ποιο σύστημα υγείας; Πήγαινε στον Ευαγγελισμό να καταλάβεις τι σημαίνει Εθνικό Σύστημα Υγείας».
«Για ποια Δικαιοσύνη μου μιλάς; Προσφεύγεις στη Δικαιοσύνη για να βρεις το δίκιο σου και η υπόθεσή σου εκδικάζεται μετά από τρία χρόνια».
«Γιατί υπάρχει Αστυνομία ή μήπως Πυροσβεστική; Δες πόσο έχει αυξηθεί η εγκληματικότητα, θυμήσου τις πυρκαγιές στην Ηλεία ή το καλοκαίρι του 2007 στην Αττική».
«Όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι καταχραστές των χρημάτων του έλληνα φορολογούμενου. Έχουν βολευτεί στη θεσούλα τους και από πάνω εφευρίσκουν τρόπους για να παιδεύουν αυτούς που τελικά τους πληρώνουν, δηλ. εμάς τους φορολογούμενους».
Εντάξει κύριοι, συμφωνώ μαζί σας. Όμως τι πιστεύεται ότι φταίει για όλα αυτά; Ποια η αιτία όλων αυτών; Εν τέλει «Τίς πταίει;», όπως θα έλεγε και ο Τρικούπης.
Σταχυολογώ τις αποφάνσεις των συνομιλητών μου:
«Φταίνε οι πολιτικοί. Όσοι μας αντιπροσώπευσαν στη Βουλή από το 1960 και μετά δεν προσέφεραν τίποτα στον τόπο μας. Φαμφάρες, λόγια παχιά και ιδού τα αποτελέσματα: η Ελλάδα ένα βήμα μακριά από τη χρεοκοπία».
«Μοίρασαν τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης στους ημέτερους, μας έβαλαν στο Ευρώ, έκαναν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και αφού τα «άρπαξαν» απ’ όπου μπορούσαν τώρα μας λένε ότι επειδή χρεοκοπούμε πρέπει να μας μειώσουν τους μισθούς και τις συντάξεις, να μας αυξήσουν τη φορολογία και να μάθουμε να επιβιώνουμε με λιγότερα εισοδήματα».
«Πράγματι, οι σύγχρονοι έλληνες πολιτικοί κληρονόμησαν μια χώρα κοιτίδα του παγκόσμιου πολιτισμού και την κατάντησαν τελευταία σε όλους τους δείκτες ανάπτυξης…»
Όπως θα έλεγε και ο Marx, ένα φάντασμα πλανάται πάνω από τον ελληνικό ουρανό, το φάντασμα της απληροφόρητης γνώμης και των πεφωτισμένων αποφάνσεων που εκφέρονται από στόμα σε στόμα πομπωδώς, χωρίς όμως να διερευνάται η αιτιώδης συνάφειά τους με τις γενεσιουργές αιτίες των αληθινών προβλημάτων. Μυωπική και ανιστόρητη ερμηνεία, άγνοια της αντικειμενικής πραγματικότητας, απλοϊκές αναλύσεις που εν τέλει αποσκοπούν στη συσκότιση και την επιφανειακή και εύληπτη εξήγηση καθημερινών δυσχερειών που όλοι αντιμετωπίζουμε, αλλά που οι αιτίες τους δεν εδράζονται αποκλειστικά και μόνο στους κακόβουλους πολιτικούς που μας κυβέρνησαν και μας κυβερνούν. Υποστηρίζω, μετά λόγου γνώσεως και ελπίζω και με ένα ισχυρό επιχείρημα, ότι όλοι έχουμε ευθύνη.
Εξηγούμαι:
Πρώτα απ’ όλα επιβάλλεται να θέσουμε το πρόβλημα στις πραγματικές του διαστάσεις.
Η χώρα μας βγήκε από το β’ παγκόσμιο πόλεμο (και τον εμφύλιο) με κατεστραμμένες υποδομές, χωρίς πλουτοπαραγωγικές πηγές που θα της επέτρεπαν να στηρίξει και να προγραμματίσει την ανάπτυξή της και κυρίως χωρίς καμία τεχνογνωσία μαζικής – βιομηχανικής παραγωγής. Ήταν μια καθαρά αγροτική οικονομία με μικρές μεταποιητικές οικοτεχνίες. Μια οικονομία που δεν είχε συνεταιριστική και συνεργατική κουλτούρα. Μια οικονομία που στηριζόταν στην οικογένεια, η οποία λαθροβιούσε εντός των ορίων ενός κράτους που από τότε το έβλεπε ως φορέα παροχών που το μόνο αντάλλαγμα που η ίδια (η οικογένεια) αποδεχόταν ως χρέος της, ήταν το να αποστέλλει το «παιδί» στο στρατό. Συνοπτικά, ένα κράτος με υποτυπώδεις φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς και με εδαφικό ανάγλυφο που επέβαλλε, αναπόφευκτα, την τοπική άσκηση της πολιτειακής εξουσίας από τους τοπικούς άρχοντες και τους τοπικούς αντιπροσώπους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Φυσικά, ούτε λόγος για παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα και παρουσία στις διεθνείς αγορές. Όλα αυτά, βέβαια, με μια λαμπρή τομεακή εξαίρεση αυτή της ελληνόκτητης ποντοπόρου ναυτιλίας.
Ήρθε η χούντα, εκδιώχτηκε ο γαλαζοαίματος, αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία και εν τέλει μετά κόπων και βασάνων εδραιώθηκε και άρχισε να θεσμοθετείται και να οικοδομείται, έστω, υποτυπωδώς ένα ευνομούμενο κράτος δικαίου, μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Η Ελλάδα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αναπτύσσεται (όπως προκύπτει από το ΑΕΠ) με μέσο ετήσιο ρυθμό 4%. Παρά τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα, το υψηλό και διαχρονικό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών, τον υψηλό κερδοσκοπικό πληθωρισμό, την κλειστότητα πολλών τομεακών αγορών (όπως της Ενέργειας, των Μεταφορών, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 των Τηλεπικοινωνιών και του Τραπεζικού τομέα) και επαγγελμάτων, κατάφερε να ενταχθεί στη ζώνη του Ευρώ, να διοργανώσει με επιτυχία τους Ολυμπιακούς Αγώνες, να επιτύχει την εισοδηματική σύγκλιση με το μέσο εισόδημα των χωρών της ευρωζώνης, να φτιάξει υποδομές (αεροδρόμια, λιμάνια, αυτοκινητόδρομους, νοσοκομεία σχεδόν σε κάθε επαρχιακή πόλη κ.ά.) που αποτελούν αυτονόητες προϋποθέσεις για κάθε αναπτυγμένη κοινωνία, και εσχάτως επιτυγχάνει έστω και μερικώς, την οικονομική διείσδυση στο εγγύς γεωπολιτικό της χώρο.
Κατάφερε να έχει ένα ισχυρό και σταθερό νόμισμα, να αναπτύξει τον χρηματοπιστωτικό της τομέα, ο οποίος χρηματοδότησε επιχειρήσεις και νοικοκυριά με -πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα- επιτόκια συγκρίσιμα των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (θυμίζω ότι το επιτόκιο δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις το 1998 ήταν 20% και σταδιακά αποκλιμακώθηκε και έφτασε το 2001 να είναι γύρο στο 5% και το 2004 να είναι 3% ), κατάφερε να αποκλιμακώσει τον ιστορικά καλπάζοντα πληθωρισμό της (από 13% το 1995, στο 3% το 1999) ο οποίος κατέτρωγε την πραγματική αγοραστική δύναμη του έλληνα καταναλωτή.
Η Ελλάδα, λοιπόν, με τους κακόβουλους πολιτικούς της, κατάφερε να ανήκει στο 18% των πλέον πλούσιων σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ χωρών του κόσμου. Κατάφερε να συμμετέχει σε όλους τους διεθνείς οικονομικούς και αμυντικούς Οργανισμούς. Κατάφερε, με όλες τις παθογένειες και τα προβλήματα που έχει, να ανταγωνίζεται χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες –όταν ακόμα το δικό μας κράτος δεν είχε καν συσταθεί ως τέτοιο- λειτούργησαν ως αποικιακές και συνεπώς ως εμπορικές και οικονομικές υπερ-δυνάμεις.
Το δημόσιο χρέος μας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι υψηλό μιας και ξεπερνά το ύψος του ετήσιου παραγόμενου πλούτου της οικονομίας μας (δηλ. είναι μεγαλύτερο του 100% του ΑΕΠ), αλλά είναι συγκρίσιμο με αυτό της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Μ. Βρετανίας. Σημειώνεται ότι το χρέος δημιουργείται από τα ετήσια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, ο οποίος χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος (Ασφαλιστικό Σύστημα –θυμίζω ότι η περήφανη γηραιά αγρότισσα γιαγιά μου, όσο ζούσε, λάμβανε αγροτική σύνταξη χωρίς να έχει καταβάλλει ούτε μια δραχμή ασφαλιστικών εισφορών στο ελληνικό δημόσιο-, το ΕΣΥ, όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης κ.ο.κ.), την Εθνική Άμυνα και Ασφάλεια, τη συντήρηση και την κατασκευή νέων υποδομών κ.α.
Στην εθνική οικονομία, όπως και στην τσέπη του καθενός μας, υπάρχει μια απλή σχέση που προσδιορίζει το αν οι λογαριασμοί είναι πλεονασματικοί ή ελλειμματικοί. Αν λοιπόν οι ετήσιες δαπάνες υπερβαίνουν τα ετήσια έσοδα, τότε υποχρεωτικά δημιουργούνται ελλείμματα που καλύπτονται με δημόσιο δανεισμό, ο οποίος προστίθεται στο δημόσιο χρέος. Έτσι, η εξίσωση έχει δύο σκέλη. Το σκέλος των δαπανών ή εξόδων, το οποίο γίνεται αντιληπτό από όλους μας και όλοι μας θεωρούμε ότι ο κρατικός προϋπολογισμός είναι σπάταλος, αναποτελεσματικός και μη ανταποδοτικός για τον έλληνα φορολογούμενο. Από την άλλη όμως, υπάρχει και το σκέλος των εσόδων, το οποίο και υποεκτιμούμε στις μακροοικονομικές αναλύσεις της καθημερινότητάς μας. Θυμίζω ότι τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αποτελούνται, κυρίως, από τους άμεσους και τους έμμεσους φόρους καθώς και από την εκμετάλλευση της δημόσιας περιουσίας.
Έχοντας, λοιπόν, μια αντικειμενικότερη εικόνα για την ελληνική οικονομία, για το μηχανισμό κατάρτισης των δημόσιων Λογαριασμών, αλλά και για τα άλματα αναπτυξιακής προόδου που έκανε από τη δεκαετία του ’60 και μετά, νομίζω πως ήρθε η ώρα να δούμε πόσοι και ποιοι από τους φορολογούμενους (και ιδίως αυτούς που φωνασκούν ως "έντιμοι" φορολογούμενοι και εξοργίζονται για το σπάταλο κράτος που τους υποχρεώνει μονίμως να πληρώνουν) πλήρωσαν άμεσους φόρους για το οικονομικό έτος 2007:
Σε σύνολο 5.530.427 δηλώσεων φυσικών προσώπων που, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων (ΓΓΠΣ), αντιστοιχούν σε 8.216.232 φυσικά πρόσωπα και τους συζύγους αυτών, το 54,41% των δηλώσεων αυτών ανέφερε ότι οι υπόχρεοι είχαν εισόδημα έως 12.000 € και κατέβαλε κατά μέσο όρο 11 € φόρο εισοδήματος για όλο το οικονομικό έτος 2007 δηλαδή, περίπου 90 λεπτά του Ευρώ το μήνα!!!
Το 33,1% δήλωσε εισόδημα από 12.000 έως 30.000 € και κατέβαλε κατά μέσο όρο 1.140 € φόρο που αντιστοιχεί σε 95€ ανά μήνα.
Τα συνολικά στοιχεία της άμεσης φορολογίας των φυσικών προσώπων για το οικονομικό έτος 2007 δίνονται στον Πίνακα:
Η χώρα μας βγήκε από το β’ παγκόσμιο πόλεμο (και τον εμφύλιο) με κατεστραμμένες υποδομές, χωρίς πλουτοπαραγωγικές πηγές που θα της επέτρεπαν να στηρίξει και να προγραμματίσει την ανάπτυξή της και κυρίως χωρίς καμία τεχνογνωσία μαζικής – βιομηχανικής παραγωγής. Ήταν μια καθαρά αγροτική οικονομία με μικρές μεταποιητικές οικοτεχνίες. Μια οικονομία που δεν είχε συνεταιριστική και συνεργατική κουλτούρα. Μια οικονομία που στηριζόταν στην οικογένεια, η οποία λαθροβιούσε εντός των ορίων ενός κράτους που από τότε το έβλεπε ως φορέα παροχών που το μόνο αντάλλαγμα που η ίδια (η οικογένεια) αποδεχόταν ως χρέος της, ήταν το να αποστέλλει το «παιδί» στο στρατό. Συνοπτικά, ένα κράτος με υποτυπώδεις φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς και με εδαφικό ανάγλυφο που επέβαλλε, αναπόφευκτα, την τοπική άσκηση της πολιτειακής εξουσίας από τους τοπικούς άρχοντες και τους τοπικούς αντιπροσώπους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Φυσικά, ούτε λόγος για παραγωγικότητα, ανταγωνιστικότητα και παρουσία στις διεθνείς αγορές. Όλα αυτά, βέβαια, με μια λαμπρή τομεακή εξαίρεση αυτή της ελληνόκτητης ποντοπόρου ναυτιλίας.
Ήρθε η χούντα, εκδιώχτηκε ο γαλαζοαίματος, αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία και εν τέλει μετά κόπων και βασάνων εδραιώθηκε και άρχισε να θεσμοθετείται και να οικοδομείται, έστω, υποτυπωδώς ένα ευνομούμενο κράτος δικαίου, μόλις στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Η Ελλάδα, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 αναπτύσσεται (όπως προκύπτει από το ΑΕΠ) με μέσο ετήσιο ρυθμό 4%. Παρά τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ιδιωτικού τομέα, το υψηλό και διαχρονικό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών, τον υψηλό κερδοσκοπικό πληθωρισμό, την κλειστότητα πολλών τομεακών αγορών (όπως της Ενέργειας, των Μεταφορών, και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 των Τηλεπικοινωνιών και του Τραπεζικού τομέα) και επαγγελμάτων, κατάφερε να ενταχθεί στη ζώνη του Ευρώ, να διοργανώσει με επιτυχία τους Ολυμπιακούς Αγώνες, να επιτύχει την εισοδηματική σύγκλιση με το μέσο εισόδημα των χωρών της ευρωζώνης, να φτιάξει υποδομές (αεροδρόμια, λιμάνια, αυτοκινητόδρομους, νοσοκομεία σχεδόν σε κάθε επαρχιακή πόλη κ.ά.) που αποτελούν αυτονόητες προϋποθέσεις για κάθε αναπτυγμένη κοινωνία, και εσχάτως επιτυγχάνει έστω και μερικώς, την οικονομική διείσδυση στο εγγύς γεωπολιτικό της χώρο.
Κατάφερε να έχει ένα ισχυρό και σταθερό νόμισμα, να αναπτύξει τον χρηματοπιστωτικό της τομέα, ο οποίος χρηματοδότησε επιχειρήσεις και νοικοκυριά με -πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα- επιτόκια συγκρίσιμα των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (θυμίζω ότι το επιτόκιο δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις το 1998 ήταν 20% και σταδιακά αποκλιμακώθηκε και έφτασε το 2001 να είναι γύρο στο 5% και το 2004 να είναι 3% ), κατάφερε να αποκλιμακώσει τον ιστορικά καλπάζοντα πληθωρισμό της (από 13% το 1995, στο 3% το 1999) ο οποίος κατέτρωγε την πραγματική αγοραστική δύναμη του έλληνα καταναλωτή.
Η Ελλάδα, λοιπόν, με τους κακόβουλους πολιτικούς της, κατάφερε να ανήκει στο 18% των πλέον πλούσιων σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ χωρών του κόσμου. Κατάφερε να συμμετέχει σε όλους τους διεθνείς οικονομικούς και αμυντικούς Οργανισμούς. Κατάφερε, με όλες τις παθογένειες και τα προβλήματα που έχει, να ανταγωνίζεται χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι οποίες –όταν ακόμα το δικό μας κράτος δεν είχε καν συσταθεί ως τέτοιο- λειτούργησαν ως αποικιακές και συνεπώς ως εμπορικές και οικονομικές υπερ-δυνάμεις.
Το δημόσιο χρέος μας, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι υψηλό μιας και ξεπερνά το ύψος του ετήσιου παραγόμενου πλούτου της οικονομίας μας (δηλ. είναι μεγαλύτερο του 100% του ΑΕΠ), αλλά είναι συγκρίσιμο με αυτό της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, της Ιταλίας και της Μ. Βρετανίας. Σημειώνεται ότι το χρέος δημιουργείται από τα ετήσια ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, ο οποίος χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος (Ασφαλιστικό Σύστημα –θυμίζω ότι η περήφανη γηραιά αγρότισσα γιαγιά μου, όσο ζούσε, λάμβανε αγροτική σύνταξη χωρίς να έχει καταβάλλει ούτε μια δραχμή ασφαλιστικών εισφορών στο ελληνικό δημόσιο-, το ΕΣΥ, όλες τις βαθμίδες της δημόσιας εκπαίδευσης κ.ο.κ.), την Εθνική Άμυνα και Ασφάλεια, τη συντήρηση και την κατασκευή νέων υποδομών κ.α.
Στην εθνική οικονομία, όπως και στην τσέπη του καθενός μας, υπάρχει μια απλή σχέση που προσδιορίζει το αν οι λογαριασμοί είναι πλεονασματικοί ή ελλειμματικοί. Αν λοιπόν οι ετήσιες δαπάνες υπερβαίνουν τα ετήσια έσοδα, τότε υποχρεωτικά δημιουργούνται ελλείμματα που καλύπτονται με δημόσιο δανεισμό, ο οποίος προστίθεται στο δημόσιο χρέος. Έτσι, η εξίσωση έχει δύο σκέλη. Το σκέλος των δαπανών ή εξόδων, το οποίο γίνεται αντιληπτό από όλους μας και όλοι μας θεωρούμε ότι ο κρατικός προϋπολογισμός είναι σπάταλος, αναποτελεσματικός και μη ανταποδοτικός για τον έλληνα φορολογούμενο. Από την άλλη όμως, υπάρχει και το σκέλος των εσόδων, το οποίο και υποεκτιμούμε στις μακροοικονομικές αναλύσεις της καθημερινότητάς μας. Θυμίζω ότι τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού αποτελούνται, κυρίως, από τους άμεσους και τους έμμεσους φόρους καθώς και από την εκμετάλλευση της δημόσιας περιουσίας.
Έχοντας, λοιπόν, μια αντικειμενικότερη εικόνα για την ελληνική οικονομία, για το μηχανισμό κατάρτισης των δημόσιων Λογαριασμών, αλλά και για τα άλματα αναπτυξιακής προόδου που έκανε από τη δεκαετία του ’60 και μετά, νομίζω πως ήρθε η ώρα να δούμε πόσοι και ποιοι από τους φορολογούμενους (και ιδίως αυτούς που φωνασκούν ως "έντιμοι" φορολογούμενοι και εξοργίζονται για το σπάταλο κράτος που τους υποχρεώνει μονίμως να πληρώνουν) πλήρωσαν άμεσους φόρους για το οικονομικό έτος 2007:
Σε σύνολο 5.530.427 δηλώσεων φυσικών προσώπων που, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφορικών Συστημάτων (ΓΓΠΣ), αντιστοιχούν σε 8.216.232 φυσικά πρόσωπα και τους συζύγους αυτών, το 54,41% των δηλώσεων αυτών ανέφερε ότι οι υπόχρεοι είχαν εισόδημα έως 12.000 € και κατέβαλε κατά μέσο όρο 11 € φόρο εισοδήματος για όλο το οικονομικό έτος 2007 δηλαδή, περίπου 90 λεπτά του Ευρώ το μήνα!!!
Το 33,1% δήλωσε εισόδημα από 12.000 έως 30.000 € και κατέβαλε κατά μέσο όρο 1.140 € φόρο που αντιστοιχεί σε 95€ ανά μήνα.
Τα συνολικά στοιχεία της άμεσης φορολογίας των φυσικών προσώπων για το οικονομικό έτος 2007 δίνονται στον Πίνακα:
Δηλαδή, ένας στους δύο υπόχρεους δεν πληρώνουν καθόλου άμεσους φόρους. Το 61 % (δηλ. 21,34% + 39,59% = 60,93%) του συνολικού δηλωθέντος εισοδήματος φυσικών προσώπων συμβάλλει μόλις κατά 25,49% στα συνολικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού εσόδων από άμεσους φόρους, όσο δηλαδή, περίπου, συμβάλλει και το 1,07% των πλέον εύπορων -βάσει της φορολογικής τους δήλωσης- συμπολιτών μας.
Με άλλα λόγια ένας στους δύο συμπολίτες μας δεν συμμετέχει στη χρηματοδότηση δημόσιων αγαθών των οποίων όλοι μας είμαστε δυνητικοί αποδέκτες, και όλοι μας απαιτούμε την ποσοτική τους και την ποιοτική τους αναβάθμιση. Με αυτά τα δεδομένα, ένας στους δύο φορολογούμενους δεν χρηματοδοτεί το μισθό του δικαστικού λειτουργού, του καθηγητή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή του Πανεπιστημιακού που διδάσκει στο «παιδί» ή στην κόρη του, ούτε πληρώνει για το σχολείο ή την πεζογέφυρα που απαιτεί από το απρόσωπο κράτος να του φτιάξει. Δεν πληρώνει το γιατρό του ΕΣΥ ή τον τραυματιοφορέα του ΕΚΑΒ, δεν πληρώνει για την όποια προστασία του προσφέρει ο αστυνομικός της γειτονιάς, ούτε χρηματοδοτεί την αποτρεπτική ισχύ των ενόπλων δυνάμεων, ούτε φυσικά συνδράμει στο μισθό του υπαλλήλου του ΙΚΑ που εργάζεται για να του εκδώσει τη σύνταξη, ή του εργασιακού συμβούλου του ΟΑΕΔ ο οποίος μοχθεί για να του εξασφαλίσει μια ευκαιρία απασχόλησης ή για να του καταβάλει το επίδομα ανεργίας (το οποίο, παρεμπιπτόντως, πληρώνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό). Όλα αυτά ή κάποια από αυτά, ένας στους δύο συμπολίτες μας πιστεύει ότι αν τα χρειαστεί θα τα χρηματοδοτήσει με ίδιους πόρους. Πόρους που αποταμιεύει φοροδιαφεύγοντας, κάνοντας χρήση των μηχανισμών της μαύρης, της άτυπης οικονομίας. Πιστεύει ότι φοροδιαφεύγοντας θα αποταμιεύσει εισόδημα ικανό για να παρακάμψει το σύστημα και να κάνει τη δουλειά του όταν και αν χρειαστεί κάποια από αυτά τα δημόσια αγαθά. Εντωμεταξύ, και μέχρι να τα χρειαστεί, δεν τα χρηματοδοτεί υποχρεώνοντας έτσι τους άλλους συμπολίτες του να ανέχονται τα υποχρηματοδοτούμενα και συνεπώς υπολειτουργούντα δημόσια αγαθά. Ο συμπολίτης αυτός, ο αρνούμενος να χρηματοδοτήσει την λειτουργία των δημόσιων αγαθών, στερεί και από τους υπόλοιπους τη δυνατότητα να απολαύσουν πραγματικά ποιοτικά δημόσια αγαθά και υπηρεσίες. Ο πολίτης αυτός στην οικονομική αρθρογραφία έχει ονοματεπώνυμο. Λέγεται «Λαθρεπιβάτης». Αποκαλείται έτσι, γιατί κάνει χρήση των υπηρεσιών που του παρέχει το κράτος, αλλά πεισματικά αρνείται να καταβάλει εισιτήριο. Διαμαρτύρεται γιατί το πλοίο πλησιάζει το παγόβουνο. Υποστηρίζει –και μάλλον ορθώς- ότι ο κυβερνήτης εκτελεί πλημμελώς τα καθήκοντά του, αλλά ταυτόχρονα ξεχνά το ότι ο ίδιος δεν έχει πληρώσει εισιτήριο. Ξεχνά ή δεν αξιολογεί το γεγονός ότι ο ίδιος, την ώρα της πληρωμής του αντιτίμου, προτιμά να κρύβεται ή να ψεύδεται.
Αυτή η έκφανση της πραγματικότητας δεν υποτιμά τις λοιπές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ούτε και μετριάζει τις πραγματικές ευθύνες όλων εκείνων των πολιτικών που ως εντολοδόχοι (ως εκλεγμένοι αυτοπρόσωποι φορείς της λαϊκής εντολής διακυβέρνησης του τόπου) δεν κατάφεραν να τιμήσουν το βουλευτικό αξίωμα που τους προσέφερε ο κυρίαρχος λαός, ούτε βέβαια απομειώνει τις ευθύνες του επίορκου τεχνοκράτη που λειτουργεί για ιδίον όφελος και όχι με γνώμονα την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Και βέβαια δεν απενοχοποιεί εκείνον τον δημόσιο υπάλληλο που κοιτάζει εταστικά το ρολόι του μέχρι να του υποδείξει το χρόνο πλήρωσης του υποχρεωτικού ωραρίου ή που σέρνεται σε υγειονομικές επιτροπές προκειμένου να του εγκρίνουν λίγες ακόμα ημέρες «αναρρωτικής» άδειας. Αυτή η έκφανση της πραγματικότητας υπογραμμίζεται προκειμένου να υποδείξει σε όλους μας ότι ως κοινωνία λειτουργούμε αφενός με γνώμονα την αποφυγή της όποιας επιβάρυνσης – υποχρέωσης επιβάλλεται για τη δόμηση και την ορθή λειτουργία της οργανωμένης κοινωνίας μας και αφετέρου πλειοδοτούμε για τους υπαίτιους της στρεβλής ανάπτυξης αυτής της κοινωνίας βγάζοντας πάντα έξω από το «κάντρο» των υπαίτιων τη δική μας αξιοσέβαστη φιγούρα.
Συμπερασματικά, την επόμενη φορά που θα κληθώ από τους συνδαιτυμόνες μου να ακούσω τις «αφηγήσεις» τους περί του ποιος φταίει για την «κατάντια» της ελληνικής οικονομίας θα ζητήσω να με διαβεβαιώσουν ότι δεν ανήκουν σε εκείνη την ομάδα του ενός εκ των δύο συμπολιτών μας που δεν καταβάλλουν ούτε ένα Ευρώ το μήνα σε άμεσους φόρους ή αν ανήκουν στην ομάδα αυτή, να με διαβεβαιώσουν ότι δεν έχουν άλλα εισοδήματα από εκείνα που δηλώνουν στη φορολογική τους δήλωση. Όσοι διαβιούν λαθραία, αποκρύπτοντας εισοδηματικούς πόρους προκειμένου να μην φορολογηθούν και συνεπώς να μην χρηματοδοτήσουν τη δημόσια Υγεία, τη δημόσια Παιδεία, την Εθνική Άμυνα, το Ασφαλιστικό Σύστημα, τις υποδομές και τις δημόσιες συγκοινωνίες δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε ηθικολογικές κρίσεις. Οι λαθρεπιβάτες, όταν και αν το πλοίο βουλιάξει, είναι σίγουρο ότι θα είναι οι πρώτοι που θα το εγκαταλείψουν γιατί έχουν μάθει να ζουν στα αμπάρια, γνωρίζουν τις διόδους που θα τους επιτρέψουν να πηδήξουν στη θάλασσα. Εκείνο που δεν γνωρίζουν είναι ότι όταν το πλοίο βυθίζεται στον αφιλόξενο πυθμένα του ωκεανού δημιουργεί δίνες που μοιραία θα τους συμπαρασύρουν. Τη στιγμή εκείνη είναι σίγουρο πως θα σκεφτούν ότι μάλλον έσφαλαν που δεν χρηματοδότησαν τη συντήρηση και την κατασκευή του πλοίου τους. Η στιγμή εκείνη όμως είναι στιγμή χωρίς επιστροφή. Είναι η στιγμή της ύστατης, της τελικής κρίσης.
Με άλλα λόγια ένας στους δύο συμπολίτες μας δεν συμμετέχει στη χρηματοδότηση δημόσιων αγαθών των οποίων όλοι μας είμαστε δυνητικοί αποδέκτες, και όλοι μας απαιτούμε την ποσοτική τους και την ποιοτική τους αναβάθμιση. Με αυτά τα δεδομένα, ένας στους δύο φορολογούμενους δεν χρηματοδοτεί το μισθό του δικαστικού λειτουργού, του καθηγητή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή του Πανεπιστημιακού που διδάσκει στο «παιδί» ή στην κόρη του, ούτε πληρώνει για το σχολείο ή την πεζογέφυρα που απαιτεί από το απρόσωπο κράτος να του φτιάξει. Δεν πληρώνει το γιατρό του ΕΣΥ ή τον τραυματιοφορέα του ΕΚΑΒ, δεν πληρώνει για την όποια προστασία του προσφέρει ο αστυνομικός της γειτονιάς, ούτε χρηματοδοτεί την αποτρεπτική ισχύ των ενόπλων δυνάμεων, ούτε φυσικά συνδράμει στο μισθό του υπαλλήλου του ΙΚΑ που εργάζεται για να του εκδώσει τη σύνταξη, ή του εργασιακού συμβούλου του ΟΑΕΔ ο οποίος μοχθεί για να του εξασφαλίσει μια ευκαιρία απασχόλησης ή για να του καταβάλει το επίδομα ανεργίας (το οποίο, παρεμπιπτόντως, πληρώνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό). Όλα αυτά ή κάποια από αυτά, ένας στους δύο συμπολίτες μας πιστεύει ότι αν τα χρειαστεί θα τα χρηματοδοτήσει με ίδιους πόρους. Πόρους που αποταμιεύει φοροδιαφεύγοντας, κάνοντας χρήση των μηχανισμών της μαύρης, της άτυπης οικονομίας. Πιστεύει ότι φοροδιαφεύγοντας θα αποταμιεύσει εισόδημα ικανό για να παρακάμψει το σύστημα και να κάνει τη δουλειά του όταν και αν χρειαστεί κάποια από αυτά τα δημόσια αγαθά. Εντωμεταξύ, και μέχρι να τα χρειαστεί, δεν τα χρηματοδοτεί υποχρεώνοντας έτσι τους άλλους συμπολίτες του να ανέχονται τα υποχρηματοδοτούμενα και συνεπώς υπολειτουργούντα δημόσια αγαθά. Ο συμπολίτης αυτός, ο αρνούμενος να χρηματοδοτήσει την λειτουργία των δημόσιων αγαθών, στερεί και από τους υπόλοιπους τη δυνατότητα να απολαύσουν πραγματικά ποιοτικά δημόσια αγαθά και υπηρεσίες. Ο πολίτης αυτός στην οικονομική αρθρογραφία έχει ονοματεπώνυμο. Λέγεται «Λαθρεπιβάτης». Αποκαλείται έτσι, γιατί κάνει χρήση των υπηρεσιών που του παρέχει το κράτος, αλλά πεισματικά αρνείται να καταβάλει εισιτήριο. Διαμαρτύρεται γιατί το πλοίο πλησιάζει το παγόβουνο. Υποστηρίζει –και μάλλον ορθώς- ότι ο κυβερνήτης εκτελεί πλημμελώς τα καθήκοντά του, αλλά ταυτόχρονα ξεχνά το ότι ο ίδιος δεν έχει πληρώσει εισιτήριο. Ξεχνά ή δεν αξιολογεί το γεγονός ότι ο ίδιος, την ώρα της πληρωμής του αντιτίμου, προτιμά να κρύβεται ή να ψεύδεται.
Αυτή η έκφανση της πραγματικότητας δεν υποτιμά τις λοιπές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ούτε και μετριάζει τις πραγματικές ευθύνες όλων εκείνων των πολιτικών που ως εντολοδόχοι (ως εκλεγμένοι αυτοπρόσωποι φορείς της λαϊκής εντολής διακυβέρνησης του τόπου) δεν κατάφεραν να τιμήσουν το βουλευτικό αξίωμα που τους προσέφερε ο κυρίαρχος λαός, ούτε βέβαια απομειώνει τις ευθύνες του επίορκου τεχνοκράτη που λειτουργεί για ιδίον όφελος και όχι με γνώμονα την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Και βέβαια δεν απενοχοποιεί εκείνον τον δημόσιο υπάλληλο που κοιτάζει εταστικά το ρολόι του μέχρι να του υποδείξει το χρόνο πλήρωσης του υποχρεωτικού ωραρίου ή που σέρνεται σε υγειονομικές επιτροπές προκειμένου να του εγκρίνουν λίγες ακόμα ημέρες «αναρρωτικής» άδειας. Αυτή η έκφανση της πραγματικότητας υπογραμμίζεται προκειμένου να υποδείξει σε όλους μας ότι ως κοινωνία λειτουργούμε αφενός με γνώμονα την αποφυγή της όποιας επιβάρυνσης – υποχρέωσης επιβάλλεται για τη δόμηση και την ορθή λειτουργία της οργανωμένης κοινωνίας μας και αφετέρου πλειοδοτούμε για τους υπαίτιους της στρεβλής ανάπτυξης αυτής της κοινωνίας βγάζοντας πάντα έξω από το «κάντρο» των υπαίτιων τη δική μας αξιοσέβαστη φιγούρα.
Συμπερασματικά, την επόμενη φορά που θα κληθώ από τους συνδαιτυμόνες μου να ακούσω τις «αφηγήσεις» τους περί του ποιος φταίει για την «κατάντια» της ελληνικής οικονομίας θα ζητήσω να με διαβεβαιώσουν ότι δεν ανήκουν σε εκείνη την ομάδα του ενός εκ των δύο συμπολιτών μας που δεν καταβάλλουν ούτε ένα Ευρώ το μήνα σε άμεσους φόρους ή αν ανήκουν στην ομάδα αυτή, να με διαβεβαιώσουν ότι δεν έχουν άλλα εισοδήματα από εκείνα που δηλώνουν στη φορολογική τους δήλωση. Όσοι διαβιούν λαθραία, αποκρύπτοντας εισοδηματικούς πόρους προκειμένου να μην φορολογηθούν και συνεπώς να μην χρηματοδοτήσουν τη δημόσια Υγεία, τη δημόσια Παιδεία, την Εθνική Άμυνα, το Ασφαλιστικό Σύστημα, τις υποδομές και τις δημόσιες συγκοινωνίες δεν δικαιούνται να προβαίνουν σε ηθικολογικές κρίσεις. Οι λαθρεπιβάτες, όταν και αν το πλοίο βουλιάξει, είναι σίγουρο ότι θα είναι οι πρώτοι που θα το εγκαταλείψουν γιατί έχουν μάθει να ζουν στα αμπάρια, γνωρίζουν τις διόδους που θα τους επιτρέψουν να πηδήξουν στη θάλασσα. Εκείνο που δεν γνωρίζουν είναι ότι όταν το πλοίο βυθίζεται στον αφιλόξενο πυθμένα του ωκεανού δημιουργεί δίνες που μοιραία θα τους συμπαρασύρουν. Τη στιγμή εκείνη είναι σίγουρο πως θα σκεφτούν ότι μάλλον έσφαλαν που δεν χρηματοδότησαν τη συντήρηση και την κατασκευή του πλοίου τους. Η στιγμή εκείνη όμως είναι στιγμή χωρίς επιστροφή. Είναι η στιγμή της ύστατης, της τελικής κρίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου